absolvopreĝo
(Ανακατεύθυνση από absolvopregho)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | absolvopreĝo | absolvopreĝoj |
αιτιατική | absolvopreĝon | absolvopreĝojn |
absolvopreĝo (eo)