Ετυμολογία

επεξεργασία
abeo < ab + eo

abeo

  1. απέρχομαι
  2. παρέρχομαι
  3. απαλλάσσω
  4. παύω
  5. εξαφανίζω
  6. χάνω
  7. αποβαίνω
  8. μεταβαίνω
  9. μεταβάλλω, μεταμορφώνω