abactor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabactor (en)
Πηγές
επεξεργασία- abactor - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abactor - Oxford Learner's Dictionaries
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- abactor < abigo, abact-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabactor (la) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- abactor - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.