Träumerei
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Träumerei | die | Träumereien |
γενική | der | Träumerei | der | Träumereien |
δοτική | der | Träumerei | den | Träumereien |
αιτιατική | die | Träumerei | die | Träumereien |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαTräumerei (de) θηλυκό