Schnellreinigung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schnellreinigung | die | Schnellreinigungen |
γενική | der | Schnellreinigung | der | Schnellreinigungen |
δοτική | der | Schnellreinigung | den | Schnellreinigungen |
αιτιατική | die | Schnellreinigung | die | Schnellreinigungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSchnellreinigung (de) θηλυκό