Prinzessin
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Prinzessin | die | Prinzessinnen |
γενική | der | Prinzessin | der | Prinzessinnen |
δοτική | der | Prinzessin | den | Prinzessinnen |
αιτιατική | die | Prinzessin | die | Prinzessinnen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαPrinzessin (de) θηλυκό