Oma
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Oma | die Omas |
γενική | der Oma | der Omas |
δοτική | der Oma | den Omas |
αιτιατική | die Oma | die Omas |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Oma < περικοπή του Großmama [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Oma (de) θηλυκό
- (οικογένεια, οικείο, ειδικά στη γλώσσα των παιδιών) η γιαγιά
- (προφορικό) ηλικιωμένη γυναίκα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «Oma» - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).