Γερμανικά (de) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική die Omi die Omis
γενική der Omi der Omis
δοτική der Omi den Omis
αιτιατική die Omi die Omis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈoːmi/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Omi (de) θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία