Nationalität
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Nationalität | die | Nationalitäten |
γενική | der | Nationalität | der | Nationalitäten |
δοτική | der | Nationalität | den | Nationalitäten |
αιτιατική | die | Nationalität | die | Nationalitäten |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαNationalität (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη national