Kriegführung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kriegführung | die | Kriegführungen |
γενική | der | Kriegführung | der | Kriegführungen |
δοτική | der | Kriegführung | den | Kriegführungen |
αιτιατική | die | Kriegführung | die | Kriegführungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαKriegführung (de) θηλυκό
- ο πόλεμος
- η στρατηγική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Krieg