Herausforderung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Herausforderung | die | Herausforderungen |
γενική | der | Herausforderung | der | Herausforderungen |
δοτική | der | Herausforderung | den | Herausforderungen |
αιτιατική | die | Herausforderung | die | Herausforderungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαHerausforderung (de) θηλυκό
- η πρόκληση