Höflichkeit
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Höflichkeit | die | Höflichkeiten |
γενική | der | Höflichkeit | der | Höflichkeiten |
δοτική | der | Höflichkeit | den | Höflichkeiten |
αιτιατική | die | Höflichkeit | die | Höflichkeiten |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈhøːflɪçkaɪ̯t/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαHöflichkeit (de) θηλυκό
- η αβρότητα