Globalisierung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Globalisierung | die | Globalisierungen |
γενική | der | Globalisierung | der | Globalisierungen |
δοτική | der | Globalisierung | den | Globalisierungen |
αιτιατική | die | Globalisierung | die | Globalisierungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαGlobalisierung (de) θηλυκό