Ermordung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Ermordung | die | Ermordungen |
γενική | der | Ermordung | der | Ermordungen |
δοτική | der | Ermordung | den | Ermordungen |
αιτιατική | die | Ermordung | die | Ermordungen |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ermordung < ermorden
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErmordung (de) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Mord