Erkenntnis
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erkenntnis | die | Erkenntnisse |
γενική | der | Erkenntnis | der | Erkenntnisse |
δοτική | der | Erkenntnis | den | Erkenntnissen |
αιτιατική | die | Erkenntnis | die | Erkenntnisse |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErkenntnis (de) θηλυκό
- η επίγνωση