Erfahrung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Erfahrung | die | Erfahrungen |
γενική | der | Erfahrung | der | Erfahrungen |
δοτική | der | Erfahrung | den | Erfahrungen |
αιτιατική | die | Erfahrung | die | Erfahrungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαErfahrung (de) θηλυκό
- η εμπειρία