Enttäuschung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Enttäuschung | die | Enttäuschungen |
γενική | der | Enttäuschung | der | Enttäuschungen |
δοτική | der | Enttäuschung | den | Enttäuschungen |
αιτιατική | die | Enttäuschung | die | Enttäuschungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEnttäuschung (de)