Entscheidung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Entscheidung | die | Entscheidungen |
γενική | der | Entscheidung | der | Entscheidungen |
δοτική | der | Entscheidung | den | Entscheidungen |
αιτιατική | die | Entscheidung | die | Entscheidungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαEntscheidung (de) θηλυκό
- η απόφαση