Buchhandlung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Buchhandlung | die | Buchhandlungen |
γενική | der | Buchhandlung | der | Buchhandlungen |
δοτική | der | Buchhandlung | den | Buchhandlungen |
αιτιατική | die | Buchhandlung | die | Buchhandlungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBuchhandlung (de) θηλυκό
- το βιβλιοπωλείο