Bedrohung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Bedrohung | die | Bedrohungen |
γενική | der | Bedrohung | der | Bedrohungen |
δοτική | der | Bedrohung | den | Bedrohungen |
αιτιατική | die | Bedrohung | die | Bedrohungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBedrohung (de) θηλυκό