Arbeitsvermittlung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Arbeitsvermittlung | die | Arbeitsvermittlungen |
γενική | der | Arbeitsvermittlung | der | Arbeitsvermittlungen |
δοτική | der | Arbeitsvermittlung | den | Arbeitsvermittlungen |
αιτιατική | die | Arbeitsvermittlung | die | Arbeitsvermittlungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαArbeitsvermittlung (de) θηλυκό