Δείτε επίσης: ρίνη, ρινί, ῥῖνα, ρίνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥῑνα-
ονομαστική ῥίνη αἱ ῥῖναι
      γενική τῆς ῥίνης τῶν ῥινῶν
      δοτική τῇ ῥίν ταῖς ῥίναις
    αιτιατική τὴν ῥίνην τὰς ῥίνᾱς
     κλητική ! ῥίνη ῥῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥίν
γεν-δοτ τοῖν  ῥίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥίνη < ῥινός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥίνη(ῑ) θηλυκό