Ἐλασσών
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἐλασσών | ||
γενική | τῆς | Ἐλασσόνος | ||
δοτική | τῇ | Ἐλασσόνῐ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἐλασσόνᾰ | ||
κλητική ὦ! | Ἐλασσών | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἐλασσών < αρχαία ελληνική Ὀλοοσσών
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἐλασσών θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του Ὀλοοσσών, η Ελασσόνα
- ※ Ἴσως γὰρ αὕτη ἐστὶν ἡ ἄρτι λεγομένη Ἐλασσών. (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὀμήρου Ἰλιάδα καὶ Ὀδύσσειαν, 1, 521, 3)