Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Ἄρβηλ
      γενική τῶν Ἀρβήλων
      δοτική τοῖς Ἀρβήλοις
    αιτιατική τὰ Ἄρβηλ
     κλητική ! Ἄρβηλ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἄρβηλα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἄρβηλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία