Ἀντρῶνες
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Ἀντρῶνες |
γενική | τῶν | Ἀντρώνων |
δοτική | τοῖς | Ἀντρῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | Ἀντρῶνᾰς |
κλητική ὦ! | Ἀντρῶνες | |
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀντρῶνες < → δείτε τη λέξη Ἀντρών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἈντρῶνες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (πατριδωνυμικό) οι κάτοικοι της πόλης Ἀντρών
Πηγές
επεξεργασία- Ἀντρῶνες - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.