Δείτε επίσης: Αντίκυρα, Ἀντίκυρα, Ἀντικύρα
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀντίκυρρ
      γενική τῆς Ἀντικύρρᾱς
      δοτική τῇ Ἀντικύρρ
    αιτιατική τὴν Ἀντίκυρρᾰν
     κλητική ! Ἀντίκυρρ
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀντίκυρρα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀντίκυρρα θηλυκό, μόνο στον ενικό