ἀρήγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρήγω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀρήγω
- βοηθώ, συντρέχω, επικουρώ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 192 (στίχοι 191-192)
- ἦέ κεν ἀρνήσαιο, κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, | οὕνεκ᾽ ἐγὼ Δαναοῖσι, σὺ δὲ Τρώεσσιν ἀρήγεις;
- Ή τάχα θα μου τ᾽ αρνηθείς καθώς χολήν μου τρέφεις | επειδή εγώ τους Δαναούς βοηθώ και συ τους Τρώας.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἦέ κεν ἀρνήσαιο, κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, | οὕνεκ᾽ ἐγὼ Δαναοῖσι, σὺ δὲ Τρώεσσιν ἀρήγεις;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Σοφοκλής, Ἠλέκτρα, 115-116
- ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς | φόνον ἡμετέρου,
- μα ελάτε, βοηθάτε, εκδικήσετε | του πατέρα μου το φόνο
- Μετάφραση (1936): Ι.Ν. Γρυπάρης @greek‑language.gr
- ἔλθετ᾽, ἀρήξατε, τείσασθε πατρὸς | φόνον ἡμετέρου,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 192 (στίχοι 191-192)
- (για πόλεμο) βοηθώ κάποιον
- αρμόζει, ταιριάζει
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 64 (2.64-2.65)
- νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος | δεινῶν πολέμων·
- Στους νέους ταιριάζει θάρρος να ᾽χουνε | μπρος στων πολέμων τα δεινά·
- Μετάφραση (1994): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος | δεινῶν πολέμων·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 2. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἅρματι, 64 (2.64-2.65)
- αποκρούω, παρεμποδίζω, αποτρέπω
- συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου
- γλυτώνω κάποιον από κίνδυνο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀρήγω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρήγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.