Δείτε επίσης: αντονομασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντονομασί αἱ ἀντονομασίαι
      γενική τῆς ἀντονομασίᾱς τῶν ἀντονομασιῶν
      δοτική τῇ ἀντονομασί ταῖς ἀντονομασίαις
    αιτιατική τὴν ἀντονομασίᾱν τὰς ἀντονομασίᾱς
     κλητική ! ἀντονομασί ἀντονομασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντονομασί
γεν-δοτ τοῖν  ἀντονομασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντονομασία < (ἀντί) ἀντ- + ὀνομασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀντονομασία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (σχήμα λόγου) αντονομασία
  2. (γραμματική) αντωνυμία