Ετυμολογία

επεξεργασία
Կոշկարյան < 1. σύντμηση του Կոշկակարյան (K ō š k a k a r y a n), από επάγγελμα υποδηματοποιός, τσαγκάρης, 2. կոշկար (koškar, τσαγκάρης) + -յան (-yan).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔʃkɑɾˈjɑn/
ΔΦΑ : /ɡɔʃkɑɾˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Կոշկարյան (hy) (Koškaryan) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Կոշկարյան (αρμενικά)

αγγλικά: Koshkaryan, Koshkarian, Goshkaryan, Goshkarian, Goshgarian
βουλγαρικά: Гошкарян (Goškarján)
νέα ελληνικά: Κοσκαριάν
ρωσικά: Кошкарян (Koškarján), Гошкарян (Goškarján)

Μεταγραφές

επεξεργασία