Κοσκαριάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κοσκαριάν < αρμενική Կոշկարյան (Koškaryan), από επάγγελμα υποδηματοποιός, τσαγκάρης
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Κοσκαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) αρμενικής προέλευσης, αντίστοιχο των ελληνικών επωνύμων Ποδηματάς, Τσαγκάρης