Ετυμολογία

επεξεργασία
Թերզյան < επάγγελμα στην οθωμανική τουρκική ترزی (terzi, ράφτης), στην τουρκική γλώσσα terzi (περσικής προέλευσης) + -յան (-yan)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʰɛɾzˈjɑn/
ΔΦΑ : /tʰɛɾzˈjɑn/ (δυτική αρμενική)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Թերզյան (hy) (Tʿerzyan) αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Թերզյան (αρμενικά)

νέα ελληνικά: Τερζιάν
αγγλικά: Terzyan, Terzian
αραβικά: ترزيان
γαλλικά: Terzian, Terzean (από ιστορική ορθογραφία), γαλλικά: Therezien, Thérézien,
γεωργιανά: ტერზიანი (ṭerziani)
εσθονικά: Terzjan
ισπανικά: Terzian
περσικά: ترزیان
πορτογαλικά: Terzian
ρωσικά: Терзян (Terzján)
τουρκικά: Terzian