ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φῶξῐς αἱ φώξεις
      γενική τῆς φώξεως τῶν φώξεων
      δοτική τῇ φώξει ταῖς φώξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φῶξῐν τὰς φώξεις
     κλητική ! φῶξῐ φώξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φώξει
γεν-δοτ τοῖν  φωξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φῶξις (ελληνιστική κοινή) < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φῶξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)