φιόρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιόρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiore < λατινική florem, αιτιατική ενικού του flos < πρωτοϊταλική *flōs < *bʰleh₃- (άνθος) < *bʰel- (ανθίζω)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιόρο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, Επτάνησα) το άνθος (και μεταφορικά), λουλούδι
- ⮡ «Το φιόρο του λεβάντε», δηλαδή, «το άνθος της Ανατολής», ήταν ο τίτλος θεατρικού έργου του 1914 του Γρηγόριου Ξενόπουλου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φλοράλ