φιόρε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιόρε < ιταλική fiore < λατινική florem, αιτιατική ενικού του flos < πρωτοϊταλική *flōs < *bʰleh₃- (άνθος) < *bʰel- (ανθίζω)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιόρε ουδέτερο άκλιτο