φαστφούντ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαστφούντ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) είδος τυποποιημένων φαγητών για γρήγορη εξυπηρέτηση
- (κατ’ επέκταση) κατάστημα γρήγορης εστίασης
φαστφούντ ουδέτερο άκλιτο