φίλτατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φίλτατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φίλτατος < υπερθετικός βαθμός σύγκρισης του επιθέτου φίλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfil.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φίλτ‐τα‐τος
Επίθετο επεξεργασία
φίλτατος -η -ο (θηλυκό φίλτατη και καθαρεύουσα φιλτάτη)
- (παρωχημένο) πάρα πολύ αγαπητός, πολυαγαπημένος, ο ιδιαίτερα προσφιλής
- ※ Ω φιλτάτη πατρίς, ω θαυμασία νήσος, Zάκυνθε· (Ανδρέας Κάλβος, "Ωδή Α': Ο φιλόπατρις", Συλλογή Η Λύρα, 1824)
- (μετά τον 20ό αιώνα):