στύψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στύψῐς | αἱ | στύψεις |
γενική | τῆς | στύψεως | τῶν | στύψεων |
δοτική | τῇ | στύψει | ταῖς | στύψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | στύψῐν | τὰς | στύψεις |
κλητική ὦ! | στύψῐ | στύψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στύψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στυψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστύψις θηλυκό
- → δείτε στῦψις
Πηγές
επεξεργασία- στύψις, στῦψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.