στριμάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριμάρω < αγγλική stream + -άρω < πρωτογερμανική *straumaz (ρεύμα, ποτάμι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *srowmos (ποτάμι) < *srew- (ρέω)
Ρήμα
επεξεργασίαστριμάρω
- (νεολογισμός, τεχνολογία) προωθώ συνεχή ροή δεδομένων (μουσικής, βίντεο κ.λπ.) από έναν διακομιστή σε έναν υπολογιστή–πελάτη και τα αναπαράγω σε υπολογιστή, κινητό ή άλλη συσκευή σε πραγματικό χρόνο / ταυτόχρονα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στριμάρω
|