στεβιοσίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στεβιοσίδη | ||
γενική | της | στεβιοσίδης | ||
αιτιατική | τη | στεβιοσίδη | ||
κλητική | στεβιοσίδη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στεβιοσίδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεβιοσίδη θηλυκό
- (γαστρονομία, τρόφιμο) φυσικό υποκατάστατο ζάχαρης που προέρχεται από το εκχύλισμα της στέβιας
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεβιοσίδη
|