Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχυολογώ < στάχυ + -λογώ ( < λόγος)

  Ρήμα επεξεργασία

σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)

ο επιμελητής της ποιητικής ανθολογίας έχει σταχυολογήσει ορισμένα από τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νεοελληνικής ποίησης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία