Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπριντ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprint

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπριντ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) είδος αγώνων ταχύτητας μικρής απόστασης
  2. (μεταφορικά) γρήγορο σύντομο τρέξιμο για την κάλυψη μικρής απόστασης σε περίπτωση ανάγκης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία