σουνδανέζικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σουνδανέζικα | ||
γενική | των | σουνδανέζικων | ||
αιτιατική | τα | σουνδανέζικα | ||
κλητική | σουνδανέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουνδανέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) άλλη μορφή του σουνδανικά