σοτέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σοτέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sauté < sauter < λατινική saltare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος salto < salio < sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seh₂l- (αλάτι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοτέ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες γραφές
επεξεργασία- σωτέ (μη απλοποιημένη)
Συγγενικά
επεξεργασία- σοταρισμένος
- σοτάρισμα
- σοτάρω
- → δείτε τη λέξη αλάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοτέ
|