σαλαμοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλαμοποιώ < σαλαμοποίηση + -ποιώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίασαλαμοποιώ (παθητική φωνή: σαλαμοποιούμαι)
- διαιρώ ή διασπώ μια σύνθετη διαδικασία ή ένα σύνολο σε μικρότερα κι ευκολότερα διαχειρίσιμα τμήματα, επιτυγχάνοντας έτσι σταδιακά κάποιον σκοπό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σαλαμοποιώ | σαλαμοποιούσα | θα σαλαμοποιώ | να σαλαμοποιώ | σαλαμοποιώντας | |
β' ενικ. | σαλαμοποιείς | σαλαμοποιούσες | θα σαλαμοποιείς | να σαλαμοποιείς | (σαλαμοποίει) | |
γ' ενικ. | σαλαμοποιεί | σαλαμοποιούσε | θα σαλαμοποιεί | να σαλαμοποιεί | ||
α' πληθ. | σαλαμοποιούμε | σαλαμοποιούσαμε | θα σαλαμοποιούμε | να σαλαμοποιούμε | ||
β' πληθ. | σαλαμοποιείτε | σαλαμοποιούσατε | θα σαλαμοποιείτε | να σαλαμοποιείτε | σαλαμοποιείτε | |
γ' πληθ. | σαλαμοποιούν(ε) | σαλαμοποιούσαν(ε) | θα σαλαμοποιούν(ε) | να σαλαμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σαλαμοποίησα | θα σαλαμοποιήσω | να σαλαμοποιήσω | σαλαμοποιήσει | ||
β' ενικ. | σαλαμοποίησες | θα σαλαμοποιήσεις | να σαλαμοποιήσεις | σαλαμοποίησε | ||
γ' ενικ. | σαλαμοποίησε | θα σαλαμοποιήσει | να σαλαμοποιήσει | |||
α' πληθ. | σαλαμοποιήσαμε | θα σαλαμοποιήσουμε | να σαλαμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | σαλαμοποιήσατε | θα σαλαμοποιήσετε | να σαλαμοποιήσετε | σαλαμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | σαλαμοποίησαν σαλαμοποιήσαν(ε) |
θα σαλαμοποιήσουν(ε) | να σαλαμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σαλαμοποιήσει | είχα σαλαμοποιήσει | θα έχω σαλαμοποιήσει | να έχω σαλαμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σαλαμοποιήσει | είχες σαλαμοποιήσει | θα έχεις σαλαμοποιήσει | να έχεις σαλαμοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σαλαμοποιήσει | είχε σαλαμοποιήσει | θα έχει σαλαμοποιήσει | να έχει σαλαμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σαλαμοποιήσει | είχαμε σαλαμοποιήσει | θα έχουμε σαλαμοποιήσει | να έχουμε σαλαμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σαλαμοποιήσει | είχατε σαλαμοποιήσει | θα έχετε σαλαμοποιήσει | να έχετε σαλαμοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σαλαμοποιήσει | είχαν σαλαμοποιήσει | θα έχουν σαλαμοποιήσει | να έχουν σαλαμοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλαμοποιώ
|