ρεφλέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρεφλέ < γαλλική reflet (αντανάκλαση, αναλαμπή, ανταύγεια) < ιταλική riflesso < λατινική reflexus < reflecto re- + flecto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεφλέ ουδέτερο άκλιτο
- (κομμωτική) μέθοδος που χρησιμοποιείται μετά τη βαφή των μαλλιών, για να ανανεώσει το χρώμα, να εξουδετερώσει τις κιτρινίλες και τις διχρωμίες, και να διατηρήσει τη λάμψη και τη ζωντάνια του χρώματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρεφλέ
|