Δείτε επίσης: ρεβάνς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρελάνς < (άμεσο δάνειο) γαλλική relance < relancer < re- + lancer < παλαιά γαλλική lancier < υστερολατινική lanceāre < lanceō < λατινική lancea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ, πλήττω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρελάνς θηλυκό άκλιτο

  1. (χαρτοπαιξία) ποντάρισμα μεγαλύτερου ποσού απ’ τον αντίπαλο
  2. (μεταφορικά) η επανεμφάνιση ιδέας που είχε ξεχαστεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία