ρελάνς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρελάνς < (άμεσο δάνειο) γαλλική relance < relancer < re- + lancer < παλαιά γαλλική lancier < υστερολατινική lanceāre < lanceō < λατινική lancea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ, πλήττω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρελάνς θηλυκό άκλιτο
- (χαρτοπαιξία) ποντάρισμα μεγαλύτερου ποσού απ’ τον αντίπαλο
- (μεταφορικά) η επανεμφάνιση ιδέας που είχε ξεχαστεί