Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Μια παρτίδα ραμί σε εξέλιξη

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραμί < (λόγιο δάνειο) γαλλική rami[1] < (ίσως) αγγλική rummy < rum +‎ -y

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾaˈmi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραμί ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Rummy στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία