Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράπιντ τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική rapid test (< rapid antigen test / antigen rapid testκυριολεκτικά: γρήγορο τεστ, γρήγορος έλεγχος, γρήγορη εξέταση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ράπιντ τεστ ουδέτερο, άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία