Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελφ τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική self-test

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈself ˈtest/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σελφ τεστ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία