↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυργίς αἱ πυργῖδες
      γενική τῆς πυργῖδος τῶν πυργίδων
      δοτική τῇ πυργῖδ ταῖς πυργῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πυργῖδ τὰς πυργῖδᾰς
     κλητική ! πυργίς* πυργῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργῖδε
γεν-δοτ τοῖν  πυργίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυργίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυργίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)