πυργίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πυργίς | αἱ | πυργῖδες |
γενική | τῆς | πυργῖδος | τῶν | πυργίδων |
δοτική | τῇ | πυργῖδῐ | ταῖς | πυργῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πυργῖδᾰ | τὰς | πυργῖδᾰς |
κλητική ὦ! | πυργίς* | πυργῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυργίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυργίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυργίς, -ῖδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- πυργίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.